- εὔτονον
- εὔτονοςwell-strungmasc/fem acc sgεὔτονοςwell-strungneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благомощьныи — (1*) пр. Сильный, мощный. Благомощьноѥ средн. в роли с.: Бл҃гомощьноѥ. на бл҃гочьстивиѥ твоѥ б҃очьсти˫а. не нын˫а разоумѣхъ. нъ вѣдѣхъ ѡ(т) дрѣвьн˫ааго (τὸ... εὔτονον) КЕ XII, 218а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
благооудобьныи — (1*) пр. Благооудобьноѥ средн. в роли с. То, что служит благу, праведное: мнози на пакость слышащимъ... бл҃гыми словесы оугажають. мажюще ихъ стр(с)ти. кормѩть на пагоубоу. твердоѥ и бл҃гооудобноѥ и полезно. бридкоѥ писаниѥ раздроушающе. (τὸ...… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
GRAVIS — proprie dicitur res, quae tactum contundit et premit, Graece βαρὺ: sicut acutum seu ὁξὺ dicitur, quod eum pungit ac stimulat. Hinc vox translata, ad odores, in quibus grave dicitur, non tam quod fetet, quam quod fortiter ac vehementer olet, cui… … Hofmann J. Lexicon universale
εύτονος — η, ο (ΑΜ εύτονος) 1. καλά τεντωμένος, νευρώδης, ζωηρός, εύρωστος, ακμαίος 2. (για το ανθρώπινο σώμα και τα μέλη του) ισχυρός, υγιής, αρτιμελής 3. (για πράξεις και ενέργειες) αυτός που γίνεται με ζήλο, με δραστηριότητα, ο έντονος αρχ. 1. (ως… … Dictionary of Greek
σοβαρός — ή, ό / σοβαρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ και α, Ν νεοελλ. 1. συγκρατημένος, αξιοπρεπής, φρόνιμος, συνετός, αυστηρός (α. «σοβαρός άνθρωπος» β. «σοβαρή συμπεριφορά») 2. σημαντικός, αξιοπρόσεκτος («σοβαρό ζήτημα») 3. δύσκολος, κρίσιμος, επικίνδυνος (α.… … Dictionary of Greek
υποκονίω — Α 1. (σχετικά με φυτό και, ιδίως, αμπέλι) καλύπτω με σκόνη ή με χώμα («τρέφειν δὲ δοκεῑ καὶ ὁ κονιορτὸς ἔνια, καὶ θαλλεῑν ποιεῑν οἷον τὸν βότρυν διὸ καὶ ὑποκονίουσι πολλάκις, οἱ δὲ καὶ τὰς συκᾱς ὑποσκάπτουσι», Θεόφρ.) 2. μέσ. ὑποκονίομαι (για… … Dictionary of Greek